νευρορ(ρ)άφος

νευρορ(ρ)άφος
νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή
2. επιδιορθωτής υποδημάτων
3. κατασκευαστής χορδών λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νευρορ(ρ)αφία — νευρορ(ρ)αφία, ἡ (Α) [νευρορ(ρ)άφος] η ραφή με ανθεκτική και σκληρή κλωστή, η εργασία που εκτελεί αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει υποδήματα …   Dictionary of Greek

  • νευρορ(ρ)αφικός — νευρορ(ρ)αφικός, ή, όν (Α) [νευρορ(ρ)άφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νευρορράφο, στον μπαλωματή …   Dictionary of Greek

  • νευρορ(ρ)αφώ — νευρορ(ρ)αφῶ, έω (Α) [νευρορ(ρ)άφος] ράβω με ανθεκτική κλωστή, επιδιορθώνω υποδήματα …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”