- νευρορ(ρ)άφος
- νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α)1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή2. επιδιορθωτής υποδημάτων3. κατασκευαστής χορδών λύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].
Dictionary of Greek. 2013.